- κοκκύζω
- (Α κοκκύζω, δωρ. τ. κοκκύσδω) [κόκκυ]νεοελλ.(γι' αυτούς που έχουν προσβληθεί από κοκκύτη) βήχω συνεχώςαρχ.1. (για το πτηνό κόκκυγας) φωνάζω «κούκου» («ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον», Ησίοδ.)2. (για τον πετεινό) κραυγάζω, φωνάζω, λαλώ («θηλυδρίαι ἐκ γενετῆς τῶν ὀρνίθων τινές οὕτως, ὥστε μήτε κοκκύζειν ἔτι μήτ' ὀχεύειν ἐπιχειρεῑν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.